- εναπόληψις
- ἐναπόληψις, η (AM)η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτιαρχ.μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῡ κόσμου γενέσει», Επίκτ.).
Dictionary of Greek. 2013.